- ρευματώδης
- -ες / ῥευματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [ῥεῡμα, -ατος]νεοελλ.(για πόνο) αυτός που μοιάζει με ρευματικό, χωρίς όμως να είναι ρευματικής φύσηςμσν.εξογκωμένος λόγω συρροής υδάτων («ῥευματώδεις ποταμοί», Τζέτζ)αρχ.όμοιος με καταρροή.
Dictionary of Greek. 2013.