ρευματώδης

ρευματώδης
-ες / ῥευματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [ῥεῡμα, -ατος]
νεοελλ.
(για πόνο) αυτός που μοιάζει με ρευματικό, χωρίς όμως να είναι ρευματικής φύσης
μσν.
εξογκωμένος λόγω συρροής υδάτων («ῥευματώδεις ποταμοί», Τζέτζ)
αρχ.
όμοιος με καταρροή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ῥευματώδη — ῥευματώδης like a flux neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥευματώδης like a flux masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥευματώδης like a flux masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματῶδες — ῥευματώδης like a flux masc/fem voc sg ῥευματώδης like a flux neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματώδεις — ῥευματώδης like a flux masc/fem acc pl ῥευματώδης like a flux masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματωδέστερα — ῥευματώδης like a flux neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματώδους — ῥευματώδης like a flux masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”